ὑστεραῖος

ὑστεραῖος
ὑστεραῖος, α, ον,
A following, next, qualifying ἡμέρα, τῇ ὑστεραίῃ ἡμέρῃ on the following day, Hdt.8.22; but mostly without ἡμέρᾳ, Id.1.77, 126, al., Antipho 5.23, Th.7.52, IG12.63.36, 66.19; also ἐς τὴν ὑστεραίην ([etym.] -αν) ἐλθεῖν, ἀναβαλέσθαι, Hdt.4.113, D.21.84;

ἐν τῇ ὑ. Pl. Prt.318a

; τῆς ὑ. καὶ ἐπὶ τῆς ἄλλης ὑστέρης on the morrow and the day following, Aret.CA2.2: c. gen.,

τῇ ὑ. τῶν μυστηρίων And.1.111

;

τῇ ὑ. τῆς μάχης Pl.Mx.240c

: folld. by

ἤ, τῇ ὑ. ἢ ᾗ ἂν ἔλθῃ Id.Cri. 44a

;

τῇ ὑ. ἢ ᾗ ἔθυεν Id.Smp.173a

; and prob. should be inserted in the foll. places,

τῇ ὑ. ᾗ ἐθάπτετο Antipho 6.37

; τῇ ὑ. ᾗ ἂν προθῶνται Lex ap. D.43.62.
II = ὕστερος, later, subsequent, ἡ ὑ. ἐπιστρατηΐη v.l. in Hdt.9.3, cf. D.H. Th.6 (but the vv.ll. ὑστέρην, ὑστέρας are to be preferred): elsewh. it may mean of or on the next day, μάχῃ τῇ μὲν πρώτῃ . . , τῇ δὲ ὑ . . . in the next day's fight, Th.7.11;

τῇ μὲν προτέρᾳ [ἐκκλησίᾳ] . . , ἐν δὲ τῇ ὑ. Id.1.44

, cf. Aeschin.2.65, 67 (ὑστέρᾳ corr. Bekker), Luc.VH1.19;

τῇ ὑ. προσβολῇ X.HG2.1.15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υστεραίος — α, ο / ὑστεραῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ακολουθεί, ο μετέπειτα, ο κατοπινός 2. το θηλ. ως ουσ. η υστεραία (ενν. ημέρα) η αυριανή μέρα νεοελλ. φρ. «υστεραίες ωδίνες» ιατρ. οι ωδίνες τής υστεροτοκίας αρχ. ύστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ὑστεραῖοι — ὑστεραῖος following masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραία — ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc/acc dual ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίας — ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem acc pl ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ὑστεραίαι — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίαν — ὑστεραί̱ᾱν , ὑστεραῖος following fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίην — ὑστεραί̱ην , ὑστεραῖος following fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίης — ὑστεραί̱ης , ὑστεραῖος following fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίᾳ — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίῃ — ὑστεραί̱ῃ , ὑστεραῖος following fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”